- σκηπτούχος
- -ο / σκηπτοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῡχος Ααυτός που φέρει σκήπτρο ή ράβδο ως ένδειξη εξουσίας, ηγεμόναςμσν.(στο Βυζ.) προσωνυμία τού αυτοκράτορα («σκηπτοῡχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε κοσμοκράτωρ», Πρόδρ.)αρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκηπτοῡχοςα) ανώτερος αξιωματούχος στην περσική αυλή, ο οποίος ήταν, συνήθως, ευνούχοςβ) επιστάτης στην Έφεσογ) ηγεμονίσκος στη Σκυθία2. φρ. «θεῶν σκηπτοῡχος»α) η Αφροδίτηβ) ο Αρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτον «σκήπτρο», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. σκᾶπτον (πρβλ. σκαπτοῦχος) + -οῦχος* (< ἔχω)].
Dictionary of Greek. 2013.